-λίκι

-λίκι
και -ιλίκι και -ίκι- κατάλ. αφηρημένων ουσ. τής Νεοελληνικής που δηλώνουν ιδιότητα συχνά με μειωτική σημασιολογική χροιά. Η κατάλ. προήλθε από δάνεια από την Τουρκική (κατάλ. -lik), π.χ. μερακ-λίκι. Η κατάλ. εμφανίζεται σπανιότερα και με τη μορφή -ίκι σε ελλ. λ. που έχουν το -Α- στο θέμα τους, πρβλ. δασκαλ-ίκι. Συχνά, η κατάλ. -λίκι εμφανίζεται επεκτεταμένη με τη μορφή -ιλίκι, η οποία σχηματίστηκε με απόσπαση τού -ι- που αποτελούσε ληκτικό στοιχείο τού θέματος (χαρακτήρα) λέξεων τουρκ. προελεύσεως, πρβλ. χαρτζ-ι-λίκι
έτσι, η κατάλ. -ιλίκι επεκτάθηκε και σε ελλ. λ. τών οποίων ο χαρακτήρας είναι σύμφωνο (πρβλ. δημαρχ-ιλίκι, υπουργ-ιλίκι, προεδρ-ιλίκι).Λέξεις με κατάλ. -λίκι: αραλίκι, αρματολίκι, βουλευτιλίκι, δασκαλίκι, δημαρχιλίκι, ζοριλίκι, θεριακλίκι, καλαμπαλίκι, καλογεριλίκι, καουμποϊλίκι, καπετανιλίκι, καραγκιοζιλίκι, μασκαριλίκι, μερακλίκι, μπεκρηλίκι, νταηλίκι, προεδριλίκι, ρεζιλίκι, σταλίκι, τζαμ(ι)λίκι, τσιφλίκι, υπαλληλίκι, υπουργιλίκι, φισεκλίκι, χαμαλίκι, χαρτζιλίκι, χουβαρδαλίκι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Λίκι, Λούις — (Louis Seymour Bazett Leakey, Κένυα 1903 – 1972). Βρετανός ανθρωπολόγος και αρχαιολόγος. Γεννήθηκε στην Κένυα, από Βρετανούς γονείς, εξερευνητές και μελετητές της φυλής Κικούγιου. Σε ηλικία 13 ετών χρίστηκε μέλος της φυλής Κικούγιου. Ξεκίνησε… …   Dictionary of Greek

  • λίκι — και λίγκι, τὸ (Μ λίγκιον) ο μίσχος, ο ποδίσκος, κν. κοτσάνι τού σταφυλιού, κυρίως τής σταφίδας, αλλά και τού αχλαδιού κ.ά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἑλίκιον, υποκορ. τού ἕλιξ] …   Dictionary of Greek

  • ραχατ(ι)λίκι — το, Ν ο τρόπος ζωής τού ραχατλή, τεμπελιά, χουζούρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ραχάτι + κατάλ. λίκι (< τουρκ. κατάλ. lik), πρβλ. θεριακ λίκι] …   Dictionary of Greek

  • καραγκιοζ(ι)λίκι — το χοντροειδής αστεϊσμός, ανόητη και γελοία πράξη: Τι καραγκιοζιλίκια είναι αυτά; …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σακατ(ι)λίκι — το αναπηρία: Η αρρώστια αυτή του άφησε σακατιλίκι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τζαμ(ι)λίκι — το ιού (λ. τουρκ.), τζαμαρία (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κεχαγιαλίκι — το η ιδιότητα και το αξίωμα τού κεχαγιά*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεχαγιάς + κατάλ. λίκι (πρβλ. καπετανι λίκι, υπουργι λίκι)] …   Dictionary of Greek

  • μπινελίκι — το 1. η συμπεριφορά και το πάθος τού μπινέ 2. συνεκδ. οποιοδήποτε έντονο πάθος 3. στον πληθ. τα μπινελίκια α) εδέσματα που αρέσουν στους μπινέδες, ιδίως τα γλυκίσματα, τα ζαχαρωτά β) βρισιές. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπινές + κατάλ. λίκι (πρβλ. καλαμπα λίκι …   Dictionary of Greek

  • Κένυα — Eπίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κένυας Έκταση: 582.650 τ. χλμ. Πληθυσμός: 31.138.735 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Ναϊρόμπι (2.411.900 κάτ. το 2002)Κράτος της ανατολικής Αφρικής. Συνορεύει Β με την Αιθιοπία και με το Σουδάν, Δ με την Ουγκάντα, Ν με… …   Dictionary of Greek

  • μουσαφιρλίκι — το 1. περιποίηση προς επισκέπτη, φιλοξενία 2. συν. στον πληθ. τα μουσαφιρλίκια οι επισκέψεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < μουσαφίρης + κατάλ. λίκι* (πρβλ. θεριακ λίκι)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”