- -λίκι
- και -ιλίκι και -ίκι- κατάλ. αφηρημένων ουσ. τής Νεοελληνικής που δηλώνουν ιδιότητα συχνά με μειωτική σημασιολογική χροιά. Η κατάλ. προήλθε από δάνεια από την Τουρκική (κατάλ. -lik), π.χ. μερακ-λίκι. Η κατάλ. εμφανίζεται σπανιότερα και με τη μορφή -ίκι σε ελλ. λ. που έχουν το -Α- στο θέμα τους, πρβλ. δασκαλ-ίκι. Συχνά, η κατάλ. -λίκι εμφανίζεται επεκτεταμένη με τη μορφή -ιλίκι, η οποία σχηματίστηκε με απόσπαση τού -ι- που αποτελούσε ληκτικό στοιχείο τού θέματος (χαρακτήρα) λέξεων τουρκ. προελεύσεως, πρβλ. χαρτζ-ι-λίκιέτσι, η κατάλ. -ιλίκι επεκτάθηκε και σε ελλ. λ. τών οποίων ο χαρακτήρας είναι σύμφωνο (πρβλ. δημαρχ-ιλίκι, υπουργ-ιλίκι, προεδρ-ιλίκι).Λέξεις με κατάλ. -λίκι: αραλίκι, αρματολίκι, βουλευτιλίκι, δασκαλίκι, δημαρχιλίκι, ζοριλίκι, θεριακλίκι, καλαμπαλίκι, καλογεριλίκι, καουμποϊλίκι, καπετανιλίκι, καραγκιοζιλίκι, μασκαριλίκι, μερακλίκι, μπεκρηλίκι, νταηλίκι, προεδριλίκι, ρεζιλίκι, σταλίκι, τζαμ(ι)λίκι, τσιφλίκι, υπαλληλίκι, υπουργιλίκι, φισεκλίκι, χαμαλίκι, χαρτζιλίκι, χουβαρδαλίκι].
Dictionary of Greek. 2013.